φάβα

φάβα
η
1) боб; 2) бобовое пюре; бобовая каша

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "φάβα" в других словарях:

  • φάβα — Τα αποφλοιωμένα και συνήθως αλευροποιημένα σπέρματα του όσπριου λάθυρος ο εδώδιμος και το φαγητό που παρασκεαύζεται από αυτά. Bλ. λ. λαθούρι. * * * (I) η, ΝΜΑ το γνωστό με τη λόγια ονομασία φυτό λάθυρος ο ήμερος, καθώς και ο καρπός του νεοελλ. 1 …   Dictionary of Greek

  • φάβα — η (λ. λατ.) 1. το φυτό «λάθυρος ο ήμερος» και ο καρπός του. 2. φαγητό που είναι πηχτός χυλός και γίνεται από τους αποφλοιωμένους καρπούς του φυτού «λάθυρος ο ήμερος» ή από κουκιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φάμα — φάβα faba) beans neut nom/voc/acc sg φά̱μᾱ , φήμη a. fem nom/voc/acc dual (doric) φά̱μᾱ , φήμη a. fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Liste des appellations européennes de fruits, légumes et céréales — Cette liste des appellations européennes de fruits, légumes, céréales et condiments recense les productions végétales destinées à l alimentation humaine inscrites sur les registres européens des AOP (appellation d origine protégée et IGP… …   Wikipédia en Français

  • φαβάτινος — ίνη, ον, Α παρασκευασμένος από φάβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάβα, ατος + κατάλ. ινος (πρβλ. λίθ ινος)] …   Dictionary of Greek

  • φαβέτ(τ)α — η, Ν φάβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάβα + κατάλ. έτ(τ)α (< ιταλ. κατάλ. etta)] …   Dictionary of Greek

  • φαβέτ(τ)ο — το, Ν φάβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάβα + κατάλ. ετ(τ)ο (< ιταλ. κατάλ. etto)] …   Dictionary of Greek

  • φαβατίτζιν — τὸ, Μ υποκορ. τ. τού φάβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάβα, ατος + μσν. υποκορ. κατάλ. ίτζιν (πρβλ. κρομμυδ ίτζιν)] …   Dictionary of Greek

  • Καράτσι — I (Carracci). Επώνυμο οικογένειας Ιταλών ζωγράφων του 16ου 17ου αι. από την Μπολόνια. Ο Λοντοβίκο Κ. (Lodovico, 1555 – 1619) ήταν μαθητής του Πρόσπερο Φοντάνα. Φιλοτέχνησε τα έργα Μεταστροφή του αγίου Παύλου (1587, πινακοθήκη της Μπολόνια),… …   Dictionary of Greek

  • αρακάς — ο [άρακος] βοτ. 1. το φυτό πίσον το ήμερον και ο καρπός του, μπιζέλι, αράκι 2. το φυτό λάθυρος ο ήμερος, λαθούρι, φάβα …   Dictionary of Greek

  • κατσούνι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 270 μ., 26 κάτ.) των Κυθήρων. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κυθήρων της νομαρχίας Πειραιώς. * * * το 1. η φάβα 2. άγουρο πεπόνι 3. στραβό αγγούρι 4. αγκυλωτό ραβδί. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»